γύρια

γύρια
γύ̱ρια , γύριος
circular
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απόγυρος — ο κ. απογύρι, το κ. γυριά, η [γύρος] Ι. 1. γύρος, βόλτα 2. γυριστός δρόμος, λοξοδρομία 3. συζήτηση με υπαινιγμούς και περιστροφές («κάνεις γύρους κι απόγυρους για να μπεις στο θέμα») II. επίρρ. απόγυρα 1. όχι κατευθείαν 2. έμμεσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”